- ναυτώνας
- [-ων (-ώνος)] ο матросская казарма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυτώνας — ο κτήριο ή πλοίο το οποίο χρησιμεύει ως χώρος διαμονής για τους ναύτες που εργάζονται σε ναυστάθμους ή σε άλλες ναυτικές υπηρεσίες ξηράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. ώνας, (πρβλ στρατ ώνας). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν… … Dictionary of Greek
ναυτώνας — ο οίκημα σε ναύσταθμο ή σε παροπλισμένο πλοίο όπου στρατωνίζονται οι ναύτες του πολεμικού ναυτικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek